- ορνιθολογία
- η орнитология
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορνιθολογία — Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τη μορφολογία, την ανατομία, τη φυσιολογία, τις συνήθειες και την ταξινόμηση των πουλιών. Από την αρχαιότητα, τα ζώα αυτά είχαν προκαλέσει το ενδιαφέρον φυσιοδιφών, όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος,… … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek
ορνιθολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορνιθολογία. επίρρ... ορνιθολογικώς. με ορνιθολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορνιθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek